-
1 πέλαγος
πέλαγος, ους, τό (Hom. et al.; OGI 74, 3; IG XII/2, 119, 7; 2 Macc 5:21; TestSol; TestAbr A 17 p. 98, 27 [Stone p. 44]; TestNapht 6:5; EpArist 214; Philo, Joseph.; loanw. in rabb.).① open sea (as opposed to stretch of water near land), the open sea, the depths (of the sea) (Aristot., Probl. Sect. 23 Quaest. 3, 931b, 14 f. ἐν τῷ λιμένι ὀλίγη ἐστὶν ἡ θάλασσα, ἐν δὲ τῷ πελάγει βαθεῖα; Jos., Bell. 1, 409) τὸ πέλαγος τῆς θαλάσσης (Apollon. Rhod. 2, 608. Cp. also Eur., Tro. 88 πέλαγος Αἰγαίας ἁλός. Hesych.: πέλαγος … βυθός, πλάτος θαλάσσης): ἐν τῷ π. τῆς θαλάσσης in the open (deep) sea Mt 18:6 (Jos., C. Ap. 1, 307 of lepers ἵνα καθῶσιν εἰς τὸ πέλαγος); sim. ἐν τῷ μεγάλῳ πέλαγει AcPl Ha 7, 25.② independent part of a whole body of water, sea (mostly so: Aeschyl. et al.; Diod S 4, 77, 6 τὸ πέλ. Ἰκάριον; Philo, Op. M. 63; Jos., Ant. 2, 348) τὸ π. τὸ κατὰ τὴν Κιλικίαν the sea along the coast of Cilicia Ac 27:5.—DELG. M-M. -
2 πέλαγος
Grammatical information: n.Meaning: `offing, high sea, sea surface, sea' (Il.); on the meaning etc. Lesky Herm. 78, 260ff.).Compounds: Rare late compp. like πελαγο-δρόμος `sailing on, flying over the sea' (Orph., PMag. Par.), εὑ-πελαγής `lying by a fair sea' (Orph.).Derivatives: πελάγ-ιος `belonging to the sea' (trag., Th., X., Arist.; after ἅλ-ιος, θαλάσσ-ιος), - ικός `id.' (Plu.), - ῖτις f. `id.' (AP); - αῖος surn. of Poseidon (Paus.; after Άγοραῖος etc.). Verbs: πελαγ-ίζω, also with ἐν-, `to form a sea, to be flooded, to be out in the open sea, to sail on the sea' (Hdt., X., Str.) with - ισμοί pl. `experiences at sea' v.t. (Alciphr.); - όομαι `to form a sea, to overflow' (Ach. Tat.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Beside πέλαγος stand with final tenuis monosyll. and w. short vowel πλάξ, - ακός f. `plain, plain of the sea etc.' (s. v.); with voiced consonant πλάγ-ιος `athwart, transvers, sloping, crooked', s.v. w. further connections, a.o. Lat. plag-a `plain, region'. A full grade disyllabic form is further not attested, but may be found with diff. suffix in πέλανος (s. v.). (Not here the `zero grades' παλάμη, παλαστή (s. vv.). On the formation of πέλαγος cf. further τέναγος, σελαγέω (Schwyzer 496). S. also Πελασγοί. - Nothing confirms the connection of this word with * pelh₂- `spread out'; the words with πλαγ\/κ- cannot phonetically be connected. So the word seems rather Pre-Greek.Page in Frisk: 2,493Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέλαγος
-
3 Πέλαγος
Πέλαγοςthe sea: masc nom sg -
4 πέλαγος
πέλαγοςthe sea: neut nom /voc /acc sg -
5 πέλαγος
πέλᾰγος (-εϊ, -ος; -εσσι.)1 (expanse of) the seaφαντὶ οὔπω φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ O. 7.56
“ ὑγρῷ πελάγει” P. 4.40ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν P. 4.251
δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγεϊ ὑπερόχους N. 3.23
ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει) N. 4.49 ]δέ μιν ἐν πελ[α]γ[ο]ς ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι (Wil.: πελ[α]γε[ι] G-H.) Πα. 7B. 46. ( δελφῖνος) τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. met., πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου fr. 124. 6. -
6 πέλαγος
πέλαγος, εος: the open, high sea; pl., ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν, ‘in the briny deep,’ Od. 5.335.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πέλαγος
-
7 πέλαγος
-ους + τό N 3 0-0-0-0-2=2 2 Mc 5,21; 4 Mc 7,1sea, open sea -
8 πέλαγος
Aπελαγέων Hdt.4.85
, S.Aj. 702 (lyr.),πελαγῶν Th.4.24
; [dialect] Ep. dat. πελάγεσσι (v. infr.):— the sea, esp. high sea, open sea,π. μέγα Il.14.16
, Od.3.179, etc.;ἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ Hdt.8.60
.ά ; διὰ πελάγους out at sea, opp. παρὰ γῆν, Th.6.13 : freq. coupled with other words denoting sea,ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν Od.5.335
;π. θαλάσσης A.R.2.608
; π. πόντιον, πόντου π., Pi.O.7.56, Fr. 235 ; ἅλιον π. E.Hec. 938 (lyr.).2 of parts of the sea ([etym.] θάλασσα), freq. with geographical epith., Αἰγαῖον π. A.Ag. 659, etc., cf. Hdt.4.85 (π. Αἰγαίας ἁλός E.Tr.88
, Men.Pk. 379) ;Ἰκαρίων ὑπὲρ πελαγέων S.Aj. 702
(lyr.), cf. Luc.Icar.3 ;ἐκ μεγάλων πελαγῶν τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ Th.4.24
.II metaph., of any vast quantity, πλούτου π. Pi.Fr. 218 ; κακῶν π. a ' sea of troubles', A.Pers. 433 ;π. ἀτηρᾶς δύης Id.Pr. 746
; ἄτης ἄβυσσον π. Id.Supp. 470 ;κακῶν π. εἰσορῶ τοσοῦτον ὥστε μήποτ' ἐκνεῦσαι E.Hipp. 822
(lyr.) ;ἀληθινὸν εἰς π. αὑτὸν ἐμβαλεῖς.. πραγμάτων Men.65.6
;φεύγειν εἰς τὸ π. τῶν λόγων Pl.Prt. 338a
;φανήσεται μακρὸν τὸ δεῦρο π. οὐδὲ πλώσιμον S.OC 663
; of great difficulties, μέγ' ἄρα π. ἐλαχέτην τι ib. 1746 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέλαγος
-
9 πέλαγος
seaΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πέλαγος
-
10 πελάγει
πέλαγοςthe sea: neut nom /voc /acc dual (attic epic)πελάγεϊ, πέλαγοςthe sea: neut dat sg (epic ionic)πέλαγοςthe sea: neut dat sg -
11 πελάγη
πέλαγοςthe sea: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πέλαγοςthe sea: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
12 Πελάγοιν
Πέλαγοςthe sea: masc gen /dat dual -
13 Πελάγου
Πέλαγοςthe sea: masc gen sg -
14 Πελάγους
Πέλαγοςthe sea: masc acc pl -
15 Πελάγων
Πέλαγοςthe sea: masc gen plΠελάγωνmasc nom sg -
16 πελαγέων
πέλαγοςthe sea: neut gen pl (epic doric ionic aeolic) -
17 πελαγίων
πέλαγοςthe sea: neut gen pl (doric)πελάγιοςof the sea: fem gen plπελάγιοςof the sea: masc /neut gen plπελάγιοςof the sea: masc /fem /neut gen pl -
18 πελάγεα
πέλαγοςthe sea: neut nom /voc /acc pl (epic ionic) -
19 πελάγεος
πέλαγοςthe sea: neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
20 πελάγεσι
πέλαγοςthe sea: neut dat pl
См. также в других словарях:
πέλαγος — πέλαγος, το και πέλαγο, το γεν. πελάγους και πελάγου, πληθ. πέλαγα και πελάγη 1. ανοιχτή θάλασσα μακριά από τις ακτές. 2. θαλασσινή έκταση μικρότερη από τον ωκεανό και τη θάλασσα: Αιγαίο, Ιόνιο πέλαγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέλαγος — the sea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλαγος — the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλαγος — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 680μ.), στην πρώην επαρχία Μαντινείας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) και βρίσκεται BA της Τρίπολης. * * * το, ΝΜΑ, και διαλ. τ. πέλαγο και πέλαο Ν 1. η μακριά από τις ακτές ανοιχτή θάλασσα… … Dictionary of Greek
Αιγαίο πέλαγος — Θαλάσσια λεκάνη (250.000 τ. χλμ.) της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας στα Δ και στα Β, της Τουρκίας στα Α και των νησιών Κρήτη και Ρόδος στα Ν. Με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ έχει μήκος περίπου 640 χλμ. και πλάτος 320 χλμ., μέσα … Dictionary of Greek
Ιόνιο πέλαγος — Τμήμα της Μεσογείου που ορίζεται στα Β από τη νότια Ιταλία, στα Α από την Αλβανία και την Ελλάδα, στα Δ από την ανατολική ακτή της Σικελίας και τη χερσόνησο της Καλαβρίας· στα Ν το όριό του δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί ακριβώς. Με τον πορθμό… … Dictionary of Greek
Μυρτώο Πέλαγος — Τμήμα του Αιγαίου πελάγους, στα ανατολικά του. Ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ονομάστηκε έτσι από τον Μυρτίλο, που σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, πνίγηκε σ’ αυτό από τον Πέλοπα. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η ονομασία του… … Dictionary of Greek
Τυρρηνικό πέλαγος — Ονομαζόταν έτσι το τμήμα εκείνο της Μεσογείου θάλασσας που εκτείνεται από τη νοτιοδυτική πλευρά της Ιταλικής χερσονήσου έως την Κορσική, τη Σαρδηνία και τη Σικελία. Ο Πτολεμαίος όμως και ο Στράβων Τ.π. ονόμαζαν το μεσαίο τμήμα της θαλάσσιας αυτής … Dictionary of Greek
πελάγει — πέλαγος the sea neut nom/voc/acc dual (attic epic) πελάγεϊ , πέλαγος the sea neut dat sg (epic ionic) πέλαγος the sea neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάγη — πέλαγος the sea neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πέλαγος the sea neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαγέων — πέλαγος the sea neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)